διάμοτον

διάμοτον
διάμοτ-ον, τό,
A tent, Paul.Aeg.4.54.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διάμοτον — διάμοτον, το (Α) το ξαντό, ίνες μαλλιού που τοποθετούσαν στις πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαμοτώ, με υποχωρητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • διαμότοις — διάμοτον tent neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμότου — διάμοτον tent neut gen sg διαμοτόω put lint into pres imperat act 2nd sg διαμοτόω put lint into imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμότῳ — διάμοτον tent neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”